Κρητικό Λεξιλόγιο
αγγίνιο = καινούργιο αγλάκι = τρέξιμο αγλακιχτής = δρομέας αδιάρμιστος = ακατάστατος , αταχτοποίητος αθιβολή = σκέψη, κουβέντα άθος = στάχτη αλαργέρνω = απομακρύνομαι αλάργο = μακριά αμνώγω = ορκίζομαι αμολέρνω = αφήνω, ελευθερώνω αμπελικός = αγροφύλακας αμπλά = αδελφή αμπώθω = σπρώχνω αναβαστώ = υποβαστάζω, στηρίζω αναδακρυώνω = δακρύζω, βουρκώνω αναντρανίζω = σηκώνω τα μάτια ανάπλα […]